- φθειρ
- -ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν(λόγιος τ.)1. η ψείρα2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα τού πηδαλίουνεοελλ.φρ. «φθειρ τού εφηβαίου» — ο φθείριοςμσν.-αρχ.ο κώνος είδος πεύκουαρχ.1. φθειρίαση, ψείριασμα2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο δελφίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φθείρ συνδέεται, ήδη από τους αρχαίους μελετητές, με το ρ. φθείρω σύμφωνα με τη γενική αντίληψη ότι το έντομο αυτό γεννιέται, αναπτύσσεται σε σάρκες που έχουν σαπίσει, φθαρεί (πρβλ. και τον τ. σάθραξ[< σαθρός] που χρησιμοποιείται για το ίδιο έντομο). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η υπόθεση ότι η λ. φθείρ έχει σχηματιστεί απευθείας από τη ρίζα *gzwher- τού φθείρω* και αποτελούσε αρχικά αφηρημένο ουσ. (με τη μορφή *φθερ ή *φθηρ) με σημ. «φθορά, σάπισμα», το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για το έντομο και έλαβε τη μορφή φθείρ, πιθ. κατ' επίδραση τού ρ. φθείρω. Η λ. φθείρ ήταν αρχικά αρσ., αλλά ήδη στην Αρχαία απαντά και ως θηλ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. ψείρα, κατ' επίδραση τού ψύλλος].
Dictionary of Greek. 2013.